ηκος

ηκος
θώρηξ, ηκος: breast - plate, cuirass, corselet, Il. 11.19 ff. It was usually of bronze, consisting of two plates, γύαλα. (See adjacent cut, also cut No. 33.) The cuirass fitted closely to the body, and was cut square off at the waist; the shoulder - pieces (see cut) were drawn down by small chains and fastened to buttons in front; the metal plates were united by clasps (see cut No. 19); the upper part of the thighs was protected by the μίτρη, worn over the apron, ζῶμα, of leather or felt, and by its metal flaps, πτέρυγες (Nos. 12, 33, 79), or plates (Nos. 3 and 33); over the θώρηξ, μίτρη, and ζῶμα was bound the ζωστήρ (No. 3), below which projected the lower end of the χιτών (Nos. 3, 19, 33; cf. λινοθώρηξ and χιτών).

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πωγωνομύρμηξ — ηκος, ο, Ν εντομολ. γένος υμενοπτέρων τής Αφρικής που φέρει οξύ και επικίνδυνο κεντρί και ανήκει στην οικογένεια μυρμηκίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pogonomyrmex < πώγων, ωνος «πιγούνι, γένι» + μύρμηξ, ηκος «μυρμήγκι»] …   Dictionary of Greek

  • σφήξ — ηκός, ὁ, ΜΑ, και σπαν. σφήξ, ηκός, ἡ, και δωρ. τ. σφάξ, ακός, Α βλ. σφήκα …   Dictionary of Greek

  • τινακτοπήληξ — ηκος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που σείει το λοφίο τής περικεφαλαίας του, σεισόλοφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω (πρβλ. τινάκτρια, τινάκτωρ) + πήληξ, ηκος «περικεφαλαία»] …   Dictionary of Greek

  • φήληξ — ηκος, ὁ, Α ερινεός, αγριόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία μπορεί να έχει προέλθει από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα ή να έχει εισαχθεί στην Ελληνική ως δάνεια και η οποία εμφανίζει επίθημα ηξ, ηκος (πρβλ. ὅρπ ηξ). Η σύνδεση τού τ.… …   Dictionary of Greek

  • ψώμηξ — ηκος, ὁ, Α σκουλήκι που κατατρώει τις ρίζες τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός + επίθημα ηξ, ηκος (πρβλ. μύρμ ηξ, σκώλ ηξ)] …   Dictionary of Greek

  • κάρηξ — ηκος, ο βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας κυπερίδες, κν. σπαθόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carex < λατ. carex «βούτομον, σπαθόχορτο»] …   Dictionary of Greek

  • πήληξ — ηκος, ἡ, Α 1. η περικεφαλαία 2. το λοφίο τού φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με επίθημα ηξ (πρβλ. θώρᾱξ) δεν έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση και μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Η σύνδεση της με το ρ. πάλλω οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία] …   Dictionary of Greek

  • πίθηξ — ηκος, ὁ, Α 1. πίθηκος 2. νάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του πίθηκος κατά το σχήμα φύλαξ: φύλακος] …   Dictionary of Greek

  • παρανάρθηξ — ηκος, ὁ, Μ ο πρόναος τών ναών, στενότερος από τον εσωνάρθηκα, στην ανατολική πτέρυγα τού αίθριου, ο εξωνάρθηκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νάρθηξ] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόρπηξ — ηκος, ὁ, Μ πορφυρογέννητος, βασιλικό βλαστάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ὄρπηξ «βλαστάρι»] …   Dictionary of Greek

  • σίληξ — ηκος, ὁ, Α βλ. σίληκας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”